- βρεφικός
- η , ό[ν] детский, младенческий;
βρεφική ηλικία — раннее детство, младенчество;
βρεφικ
σταθμός — детские ясли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρεφική ηλικία — раннее детство, младенчество;
βρεφικ
σταθμός — детские яслиΝέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρεφικός — ή, ό (AM βρεφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε βρέφος μσν. το ουδ. ως ουσ. βρεφικόν, το το βρέφος … Dictionary of Greek
βρεφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο βρέφος: Οι περισσότερες εργαζόμενες αφήνουν το παιδί τους σε βρεφικό σταθμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρεφικῶν — βρεφικός infantile fem gen pl βρεφικός infantile masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφικόν — βρεφικός infantile masc acc sg βρεφικός infantile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφικοῖς — βρεφικός infantile masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφικῆς — βρεφικός infantile fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφικῇ — βρεφικός infantile fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφική — βρεφικός infantile fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφικήν — βρεφικός infantile fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφικῶς — βρεφικός infantile adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτισμός — Όρος ψυχιατρικός που υποδηλώνει την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα ύστερα από κάποια διαταραχή της αισθητικότητας και της θέλησης. Ο α. είναι χαρακτηριστικός στους σχιζοφρενείς και εκδηλώνεται με μια αναδίπλωση στον ίδιο τους τον εαυτό,… … Dictionary of Greek